ψυκτικά

ψυκτικά
ψυκτικός
cooling
neut nom/voc/acc pl
ψυκτικά̱ , ψυκτικός
cooling
fem nom/voc/acc dual
ψυκτικά̱ , ψυκτικός
cooling
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ψυκτικός — ή, ό / ψυκτικός, ή, όν, ΝΑ [ψύχω (II)] αυτός που επιφέρει ή προκαλεί ψύξη (α. «ψυκτικά μηχανήματα» οι κλιματιστικές εγκαταστάσεις β. «πόματα ψυκτικά», Ιπποκρ.) νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο ψυκτικός τεχνίτης ειδικευμένος στην κατασκευή ή την… …   Dictionary of Greek

  • ψύχους, βιομηχανία του- — Σύνολο οργανωμένων βιομηχανικών διαδικασιών, που αποβλέπουν στην επίτευξη θερμοκρασιών γύρω ή κάτω του 0°C σε σώματα ή σε ειδικούς χώρους. Η τεχνολογική ανάπτυξη του 19ου αι. έθεσε τις βάσεις για την κατασκευή των πρώτων μηχανημάτων παραγωγής… …   Dictionary of Greek

  • κατάψυξη — Υπερβολική ψύξη σε θερμοκρασίες μικρότερες των 0°C, με σκοπό τη διατήρηση διαφόρων ουσιών, με ιδιαίτερη έμφαση στη συντήρηση τροφίμων. Αν και η ποιότητα πολλών τροφίμων μειώνεται με την κ., τα περισσότερα διατηρούνται ικανοποιητικά (ακολουθώντας… …   Dictionary of Greek

  • κλιματισμός — Σύνολο λειτουργιών χάρη στις οποίες διατηρούνται, σε έναν ή περισσότερους χώρους, καθορισμένες συνθήκες θερμοκρασίας, υγρασίας και καθαρότητας του αέρα, εξασφαλίζονται ανετότερες συνθήκες ζωής και εργασίας ή εκπληρώνονται ιδιαίτερες απαιτήσεις… …   Dictionary of Greek

  • κλιματιστικός — ή, ό [κλιματίζω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κλιματισμό* 2. φρ. «κλιματιστικές εγκαταστάσεις» τα μηχανήματα κλιματισμού ενός χώρου, που περιλαμβάνουν σύστημα με θερμαντικά ή ψυκτικά σώματα, τα οποία αναρροφούν τον εξωτερικό αέρα και τόν …   Dictionary of Greek

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

  • υπνωτικός — ή, ό / ὑπνωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπνῶ, όω] 1. αυτός που φέρνει ύπνο, που προκαλεί νύστα («ψυκτικὰ τὰ πλεῑστα τῶν ὑπνωτικῶν φαρμάκων ἐστί», Πλούτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το υπνωτικό(ν) ουσία που φέρνει ύπνο νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην… …   Dictionary of Greek

  • φθόριο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο F· ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος, στην υποομάδα των αλογόνων, έχει ατομικό αριθμό 9, ατομικό βάρος 19, ένα σταθερό ισότοπο και τρία ραδιενεργά με βραχύτατη ζωή. Είναι το δραστικότερο και περισσότερο …   Dictionary of Greek

  • ψυγείο — Bλ. λ. ηλεκτρικές οικιακές συσκευές. * * * το / ψυγεῑον, ΝΑ νεοελλ. 1. συσκευή ή ειδικός χώρος που ψύχεται με τη βοήθεια ηλεκτρικού μηχανισμού και όπου συντηρούνται ευαλλοίωτα τρόφιμα και άλλα προϊόντα 2. (ιδίως παλαιότερα) ειδικό έπιπλο για τον… …   Dictionary of Greek

  • ψυχαγωγία — (I) η, ΝΜΑ τέρψη τής ψυχής και τού πνεύματος, αναψυχή (α. «μέσο ψυχαγωγίας» β. «πολλὴν ψυχαγωγίαν καὶ γέλωτα παρέχειν δυνάμενα», Λουκιαν.) νεοελλ. μσν. (σε λόγια κείμενα) είδος ερμηνείας τών αρχαίων λέξεων με την παράθεση συνωνύμων ή άλλων λέξεων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”